πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπακαράς οι μπακαράδες
      γενική του μπακαρά των μπακαράδων
    αιτιατική τον μπακαρά τους μπακαράδες
     κλητική μπακαρά μπακαράδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μπακαράς < (άμεσο δάνειο) γαλλική baccara + [1] Συγκρίνετε με το άκλιτο ουδέτερο μπακαρά.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπακαράς αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία