Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπακαρά < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από τη γαλλική baccara [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ba.kaˈɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπα‐κα‐ρά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπακαρά ουδέτερο άκλιτο

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

μπακαρά αρσενικό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «μπακαράς (& μπακαρά)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)