Δείτε επίσης: σεμέν

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σεμέν ντε φερ < (λόγιο δάνειο) γαλλική chemin de fer[1] (κατά λέξη, σιδηρόδρομος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σεμέν ντε φερ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία