↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπαγιατεμένος η μπαγιατεμένη το μπαγιατεμένο
      γενική του μπαγιατεμένου της μπαγιατεμένης του μπαγιατεμένου
    αιτιατική τον μπαγιατεμένο την μπαγιατεμένη το μπαγιατεμένο
     κλητική μπαγιατεμένε μπαγιατεμένη μπαγιατεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπαγιατεμένοι οι μπαγιατεμένες τα μπαγιατεμένα
      γενική των μπαγιατεμένων των μπαγιατεμένων των μπαγιατεμένων
    αιτιατική τους μπαγιατεμένους τις μπαγιατεμένες τα μπαγιατεμένα
     κλητική μπαγιατεμένοι μπαγιατεμένες μπαγιατεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

μπαγιατεμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία