↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπαγδατισμένος η μπαγδατισμένη το μπαγδατισμένο
      γενική του μπαγδατισμένου της μπαγδατισμένης του μπαγδατισμένου
    αιτιατική τον μπαγδατισμένο την μπαγδατισμένη το μπαγδατισμένο
     κλητική μπαγδατισμένε μπαγδατισμένη μπαγδατισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπαγδατισμένοι οι μπαγδατισμένες τα μπαγδατισμένα
      γενική των μπαγδατισμένων των μπαγδατισμένων των μπαγδατισμένων
    αιτιατική τους μπαγδατισμένους τις μπαγδατισμένες τα μπαγδατισμένα
     κλητική μπαγδατισμένοι μπαγδατισμένες μπαγδατισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπαγδατισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μπαγδατίζω

μπαγδατισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία