μπαγδατισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαμπαγδατισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του μπαγδατισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του μπαγδατισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μπαγδατισμένος