Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπαίγνιο τα μπαίγνια
      γενική του μπαίγνιου των μπαίγνιων
    αιτιατική το μπαίγνιο τα μπαίγνια
     κλητική μπαίγνιο μπαίγνια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπαίγνιο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μπαίγνιον < *ἐμπαίγνιον < αρχαία ελληνική ἐμπαίζω σύμφωνα με το σχηματισμό παίζω > παίγνιον[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈbe.ɣni.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπαί‐γνι‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπαίγνιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία