μούσλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μούσλι | ||
γενική | — | |||
αιτιατική | το | μούσλι | ||
κλητική | μούσλι | |||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μούσλι < (άμεσο δάνειο) γερμανική Müsli (αλεμαννικά Müesli, υποκοριστικό του Mues) < πρωτογερμανική mōsą (χυλός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *meh₂d- (υγρός)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμούσλι ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (γαστρονομία) μείγμα νιφάδων βρώμης με γάλα και διάφορα φρούτα, που τρώγεται ως πρωινό. Το επινόησε ο ελβετός γιατρός Maximilian Bircher-Benner.
- Αφήστε τις νιφάδες βρώμης να μουλιάσουν ολονυχτίς στο νερό και σουρώστε τις το επόμενο πρωί. Περάστε από τον τρίφτη τα μήλα (μαζί με τις φλούδες τους) και ανακατέψτε τα σε ένα μπολ με τη βρώμη, τους ξηρούς καρπούς και το χυμό του λεμονιού. Περιχύστε το μείγμα με το γάλα και το μέλι και απολαύστε το μούσλι σας χωρίς βιασύνη. (*)