↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μουνταρισμένος η μουνταρισμένη το μουνταρισμένο
      γενική του μουνταρισμένου της μουνταρισμένης του μουνταρισμένου
    αιτιατική τον μουνταρισμένο τη μουνταρισμένη το μουνταρισμένο
     κλητική μουνταρισμένε μουνταρισμένη μουνταρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μουνταρισμένοι οι μουνταρισμένες τα μουνταρισμένα
      γενική των μουνταρισμένων των μουνταρισμένων των μουνταρισμένων
    αιτιατική τους μουνταρισμένους τις μουνταρισμένες τα μουνταρισμένα
     κλητική μουνταρισμένοι μουνταρισμένες μουνταρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μουνταρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μουντάρω

μουνταρισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία