μοσχοβολημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μοσχοβολημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μοσχοβολώ
Μετοχή επεξεργασία
μοσχοβολημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μοσχοβολώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
μοσχοβολημένος
|
μοσχοβολημένος, -η, -ο
|