μοσχοβίτικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μοσχοβίτικος < Μοσχοβίτης + -ικος < μεσαιωνική ελληνική Μοσχοβίτης < Μοσχοβία < ρωσική Москва (Moskvá)
Επίθετο επεξεργασία
μοσχοβίτικος
- που έχει σχέση με τους Μοσχοβίτες ή τη Μόσχα ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Μόσχα