↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μοργανατικός η μοργανατική το μοργανατικό
      γενική του μοργανατικού της μοργανατικής του μοργανατικού
    αιτιατική τον μοργανατικό τη μοργανατική το μοργανατικό
     κλητική μοργανατικέ μοργανατική μοργανατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μοργανατικοί οι μοργανατικές τα μοργανατικά
      γενική των μοργανατικών των μοργανατικών των μοργανατικών
    αιτιατική τους μοργανατικούς τις μοργανατικές τα μοργανατικά
     κλητική μοργανατικοί μοργανατικές μοργανατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μοργανατικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική morganatique[1][2] < μεσαιωνική λατινική morganaticus < morganaticum (πρωινό δώρο) < πρωτογερμανική *murganagebō

  Επίθετο

επεξεργασία

μοργανατικός, -ή, -ό

  • γάμος ενός μέλους ηγεμονικού οίκου (βασιλιάς, πρίγκιπας, δούκας κ.λπ.) με γυναίκα μη ηγεμονικής καταγωγής (ή το αντίστροφο), με αποτέλεσμα οι απόγονοί τους να μην κληρονομούν τους σχετικούς τίτλους.
    ※  O βουλευτής έθεσε επίσης και το ζήτημα αν ο γάμος είναι μοργανατικός, για να πάρει αρνητική απάντηση. Υπενθυμίζεται ότι μοργανατικός γάμος είναι αυτός μεταξύ άνδρα μέλους βασιλικής οικογένειας και γυναίκας μη μέλους. Σε αυτή την περίπτωση, η σύζυγος δεν αποκτά ανάλογο τίτλο και οι απόγονοι δεν έχουν κληρονομικά δικαιώματα. (http://news.in.gr @new.in.gr)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. μοργανατικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. μοργανατικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)