μονολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαμονολογικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον μονόλογο ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μονολογικός
|
μονολογικός, -ή, -ό
|