↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μονοκαλλιέργεια οι μονοκαλλιέργειες
      γενική της μονοκαλλιέργειας των μονοκαλλιεργειών
    αιτιατική τη μονοκαλλιέργεια τις μονοκαλλιέργειες
     κλητική μονοκαλλιέργεια μονοκαλλιέργειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μονοκαλλιέργεια < μονο- + -καλλιέργεια μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική monoculture

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μονοκαλλιέργεια θηλυκό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία