μονοκαλλιέργεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μονοκαλλιέργεια < μονο- + -καλλιέργεια μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική monoculture
Ουσιαστικό επεξεργασία
μονοκαλλιέργεια θηλυκό
- (βοτανική) αγροτικό σύστημα καλλιέργειας ενός μόνο καλλιεργήσιμου φυτού, π.χ. σιτάρι, σε μια συγκεκριμένη γεωργική έκταση για μεγάλο χρονικό διάστημα
- ※ Η σταφιδική κρίση ξέσπασε το 1893 ως απόρροια της μονοκαλλιέργειας και της μονοεξαγωγής της σταφίδας σε συνάρτηση με τη γενική οικονομική δυσπραγία της χώρας και τις αντίξοες διεθνείς συγκυρίες. (*)
Αντώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονοκαλλιέργεια