Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μονοεξαγωγή οι μονοεξαγωγές
      γενική της μονοεξαγωγής των μονοεξαγωγών
    αιτιατική τη μονοεξαγωγή τις μονοεξαγωγές
     κλητική μονοεξαγωγή μονοεξαγωγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονοεξαγωγή < μονο- + εξαγωγή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μονοεξαγωγή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία