μονοεξαγωγή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μονοεξαγωγή θηλυκό
- η εξαγωγή ενός μόνο προϊόντος
- Η σταφιδική κρίση ξέσπασε το 1893 ως απόρροια της μονοκαλλιέργειας και της μονοεξαγωγής της σταφίδας σε συνάρτηση με τη γενική οικονομική δυσπραγία της χώρας και τις αντίξοες διεθνείς συγκυρίες. (*)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονοεξαγωγή
|