Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονεταριστικός η μονεταριστική το μονεταριστικό
      γενική του μονεταριστικού της μονεταριστικής του μονεταριστικού
    αιτιατική τον μονεταριστικό τη μονεταριστική το μονεταριστικό
     κλητική μονεταριστικέ μονεταριστική μονεταριστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονεταριστικοί οι μονεταριστικές τα μονεταριστικά
      γενική των μονεταριστικών των μονεταριστικών των μονεταριστικών
    αιτιατική τους μονεταριστικούς τις μονεταριστικές τα μονεταριστικά
     κλητική μονεταριστικοί μονεταριστικές μονεταριστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονεταριστικός < μονεταρισμός + -ικός < αγγλική monetarism < monetary < λατινική monetarius < moneta

  Επίθετο επεξεργασία

μονεταριστικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία