Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονεγασκικός η μονεγασκική το μονεγασκικό
      γενική του μονεγασκικού της μονεγασκικής του μονεγασκικού
    αιτιατική τον μονεγασκικό τη μονεγασκική το μονεγασκικό
     κλητική μονεγασκικέ μονεγασκική μονεγασκικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονεγασκικοί οι μονεγασκικές τα μονεγασκικά
      γενική των μονεγασκικών των μονεγασκικών των μονεγασκικών
    αιτιατική τους μονεγασκικούς τις μονεγασκικές τα μονεγασκικά
     κλητική μονεγασκικοί μονεγασκικές μονεγασκικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονεγασκικός < γαλλική Monégasque < λιγουριανά munegascu < Munegu (Μονακό)

  Επίθετο επεξεργασία

μονεγασκικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία