μονεγασκικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μονεγασκικός < γαλλική Monégasque < λιγουριανά munegascu < Munegu (Μονακό)
Επίθετο
επεξεργασίαμονεγασκικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με το Μονακό ή με τους Μονεγάσκους
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μονεγασκικός