Μονακό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μονακό < (άμεσο δάνειο) γαλλική Monaco < αρχαία ελληνική Μόνοικος < μόνος + οίκος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜονακό ουδέτερο άκλιτο
- κρατίδιο της Ευρώπης, με πρωτεύουσα την ομώνυμη πόλη, επίσημη γλώσσα τη γαλλική και νόμισμα το ευρώ
- (συνεκδοχικά) η πρωτεύουσα και μοναδική πόλη του κράτους αυτού
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Μονακό στη Βικιπαίδεια