Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μολογημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μολογημέν
ος
η
μολογημέν
η
το
μολογημέν
ο
γενική
του
μολογημέν
ου
της
μολογημέν
ης
του
μολογημέν
ου
αιτιατική
τον
μολογημέν
ο
τη
μολογημέν
η
το
μολογημέν
ο
κλητική
μολογημέν
ε
μολογημέν
η
μολογημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μολογημέν
οι
οι
μολογημέν
ες
τα
μολογημέν
α
γενική
των
μολογημέν
ων
των
μολογημέν
ων
των
μολογημέν
ων
αιτιατική
τους
μολογημέν
ους
τις
μολογημέν
ες
τα
μολογημέν
α
κλητική
μολογημέν
οι
μολογημέν
ες
μολογημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μολογημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
μολογώ
Μετοχή
επεξεργασία
μολογημένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
μολογώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μολογημένος