Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μολογημένος η μολογημένη το μολογημένο
      γενική του μολογημένου της μολογημένης του μολογημένου
    αιτιατική τον μολογημένο τη μολογημένη το μολογημένο
     κλητική μολογημένε μολογημένη μολογημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μολογημένοι οι μολογημένες τα μολογημένα
      γενική των μολογημένων των μολογημένων των μολογημένων
    αιτιατική τους μολογημένους τις μολογημένες τα μολογημένα
     κλητική μολογημένοι μολογημένες μολογημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μολογώ

  Μετοχή επεξεργασία

μολογημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία