μολογημένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
μολογημένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του μολογημένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του μολογημένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μολογημένος
μολογημένων