μοιραρχία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμοιραρχία θηλυκό
- το αξίωμα που έχει ένας μοίραρχος
- (κατ’ επέκταση) η περιοχή στην οποία έχει δικαιοδοσία ένας μοίραρχος
- (κατ’ επέκταση) το οίκημα όπου έχει την έδρα του ένας μοίραρχος ή (ειδικότερα) τα γραφεία της έδρας του
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μοιραρχία
|