μνηστευμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μνηστευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μνηστεύω
Μετοχή επεξεργασία
μνηστευμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μνηστεύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
μνηστευμένος
|
μνηστευμένος, -η, -ο
|