Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μιόνιο τα μιόνια
      γενική του μιόνιου
μιονίου
των μιόνιων
μιονίων
    αιτιατική το μιόνιο τα μιόνια
     κλητική μιόνιο μιόνια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μιόνιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική muon < αρχαία ελληνική μῦ / μ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mi.ˈo.ni.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μι‐ό‐νι‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μιόνιο ουδέτερο

Υπερώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία