Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μισοφωνία οι μισοφωνίες
      γενική της μισοφωνίας των μισοφωνιών
    αιτιατική τη μισοφωνία τις μισοφωνίες
     κλητική μισοφωνία μισοφωνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μισοφωνία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική misophonia < αρχαία ελληνική μισέω / μῖσος + φωνή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μισοφωνία θηλυκό

  1. (ιατρική) νευρολογική διαταραχή στην οποία οι αρνητικές εμπειρίες, όπως ο θυμός ή η αηδία, προκαλούνται από συγκεκριμένους ήχους
  2. (σπάνιο) άλλη μορφή του μεσοφωνία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία