μισθοδοτημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μισθοδοτημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μισθοδοτώ
Μετοχή
επεξεργασίαμισθοδοτημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μισθοδοτώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία μισθοδοτημένος
|
μισθοδοτημένος, -η, -ο
|