μισθοδοτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μισθοδοτώ < αρχαία ελληνική μισθοδοτέω / μισθοδοτῶ < μισθός + δίδωμι
Ρήμα
επεξεργασίαμισθοδοτώ (παθητική φωνή: μισθοδοτούμαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- αμισθοδότητος
- μισθοδοσία
- μισθοδοτικός
- → δείτε τις λέξεις μισθός και δίνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μισθοδοτώ | μισθοδοτούσα | θα μισθοδοτώ | να μισθοδοτώ | μισθοδοτώντας | |
β' ενικ. | μισθοδοτείς | μισθοδοτούσες | θα μισθοδοτείς | να μισθοδοτείς | (μισθοδότει) | |
γ' ενικ. | μισθοδοτεί | μισθοδοτούσε | θα μισθοδοτεί | να μισθοδοτεί | ||
α' πληθ. | μισθοδοτούμε | μισθοδοτούσαμε | θα μισθοδοτούμε | να μισθοδοτούμε | ||
β' πληθ. | μισθοδοτείτε | μισθοδοτούσατε | θα μισθοδοτείτε | να μισθοδοτείτε | μισθοδοτείτε | |
γ' πληθ. | μισθοδοτούν(ε) | μισθοδοτούσαν(ε) | θα μισθοδοτούν(ε) | να μισθοδοτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μισθοδότησα | θα μισθοδοτήσω | να μισθοδοτήσω | μισθοδοτήσει | ||
β' ενικ. | μισθοδότησες | θα μισθοδοτήσεις | να μισθοδοτήσεις | μισθοδότησε | ||
γ' ενικ. | μισθοδότησε | θα μισθοδοτήσει | να μισθοδοτήσει | |||
α' πληθ. | μισθοδοτήσαμε | θα μισθοδοτήσουμε | να μισθοδοτήσουμε | |||
β' πληθ. | μισθοδοτήσατε | θα μισθοδοτήσετε | να μισθοδοτήσετε | μισθοδοτήστε | ||
γ' πληθ. | μισθοδότησαν μισθοδοτήσαν(ε) |
θα μισθοδοτήσουν(ε) | να μισθοδοτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μισθοδοτήσει | είχα μισθοδοτήσει | θα έχω μισθοδοτήσει | να έχω μισθοδοτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις μισθοδοτήσει | είχες μισθοδοτήσει | θα έχεις μισθοδοτήσει | να έχεις μισθοδοτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει μισθοδοτήσει | είχε μισθοδοτήσει | θα έχει μισθοδοτήσει | να έχει μισθοδοτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μισθοδοτήσει | είχαμε μισθοδοτήσει | θα έχουμε μισθοδοτήσει | να έχουμε μισθοδοτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε μισθοδοτήσει | είχατε μισθοδοτήσει | θα έχετε μισθοδοτήσει | να έχετε μισθοδοτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μισθοδοτήσει | είχαν μισθοδοτήσει | θα έχουν μισθοδοτήσει | να έχουν μισθοδοτήσει |
|