Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μισεμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μισεμέν
ος
η
μισεμέν
η
το
μισεμέν
ο
γενική
του
μισεμέν
ου
της
μισεμέν
ης
του
μισεμέν
ου
αιτιατική
τον
μισεμέν
ο
τη
μισεμέν
η
το
μισεμέν
ο
κλητική
μισεμέν
ε
μισεμέν
η
μισεμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μισεμέν
οι
οι
μισεμέν
ες
τα
μισεμέν
α
γενική
των
μισεμέν
ων
των
μισεμέν
ων
των
μισεμέν
ων
αιτιατική
τους
μισεμέν
ους
τις
μισεμέν
ες
τα
μισεμέν
α
κλητική
μισεμέν
οι
μισεμέν
ες
μισεμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μισεμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
μισεύω
Μετοχή
επεξεργασία
μισεμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
μισεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μισεμένος