↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μισεμένος η μισεμένη το μισεμένο
      γενική του μισεμένου της μισεμένης του μισεμένου
    αιτιατική τον μισεμένο τη μισεμένη το μισεμένο
     κλητική μισεμένε μισεμένη μισεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μισεμένοι οι μισεμένες τα μισεμένα
      γενική των μισεμένων των μισεμένων των μισεμένων
    αιτιατική τους μισεμένους τις μισεμένες τα μισεμένα
     κλητική μισεμένοι μισεμένες μισεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μισεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μισεύω

μισεμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία