↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μικροπαντρεμένος η μικροπαντρεμένη το μικροπαντρεμένο
      γενική του μικροπαντρεμένου της μικροπαντρεμένης του μικροπαντρεμένου
    αιτιατική τον μικροπαντρεμένο τη μικροπαντρεμένη το μικροπαντρεμένο
     κλητική μικροπαντρεμένε μικροπαντρεμένη μικροπαντρεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μικροπαντρεμένοι οι μικροπαντρεμένες τα μικροπαντρεμένα
      γενική των μικροπαντρεμένων των μικροπαντρεμένων των μικροπαντρεμένων
    αιτιατική τους μικροπαντρεμένους τις μικροπαντρεμένες τα μικροπαντρεμένα
     κλητική μικροπαντρεμένοι μικροπαντρεμένες μικροπαντρεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μικροπαντρεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μικροπαντρεύω

μικροπαντρεμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία