μικροπαντρεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαμικροπαντρεύω, αόρ.: μικροπάντρεψα, παθ.φωνή: μικροπαντρεύομαι, π.αόρ.: μικροπαντρεύτηκα, μτχ.π.π.: μικροπαντρεμένος
- παντρεύω κάποιον που είναι σε μικρή ηλικία
Μεταφράσεις
επεξεργασία μικροπαντρεύω
|