μικροκύτταρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μικροκύτταρο | τα | μικροκύτταρα |
γενική | του | μικροκύτταρου & μικροκυττάρου |
των | μικροκύτταρων & μικροκυττάρων |
αιτιατική | το | μικροκύτταρο | τα | μικροκύτταρα |
κλητική | μικροκύτταρο | μικροκύτταρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μικροκύτταρο < μικρο- + κύτταρο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική microcyte)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμικροκύτταρο ουδέτερο