Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μικροκομματικός η μικροκομματική το μικροκομματικό
      γενική του μικροκομματικού της μικροκομματικής του μικροκομματικού
    αιτιατική τον μικροκομματικό τη μικροκομματική το μικροκομματικό
     κλητική μικροκομματικέ μικροκομματική μικροκομματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μικροκομματικοί οι μικροκομματικές τα μικροκομματικά
      γενική των μικροκομματικών των μικροκομματικών των μικροκομματικών
    αιτιατική τους μικροκομματικούς τις μικροκομματικές τα μικροκομματικά
     κλητική μικροκομματικοί μικροκομματικές μικροκομματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικροκομματικός < μικρο- + κομματικός[1]

  Επίθετο επεξεργασία

μικροκομματικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία