μικροκομματισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μικροκομματισμός < μικρο- + κομματισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμικροκομματισμός αρσενικό
- η τοποθέτηση του συμφέροντος του κόμματος πάνω απ’ οτιδήποτε άλλο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μικροκομματισμός
|