Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μικροενδοσκοπικός η μικροενδοσκοπική το μικροενδοσκοπικό
      γενική του μικροενδοσκοπικού της μικροενδοσκοπικής του μικροενδοσκοπικού
    αιτιατική τον μικροενδοσκοπικό τη μικροενδοσκοπική το μικροενδοσκοπικό
     κλητική μικροενδοσκοπικέ μικροενδοσκοπική μικροενδοσκοπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μικροενδοσκοπικοί οι μικροενδοσκοπικές τα μικροενδοσκοπικά
      γενική των μικροενδοσκοπικών των μικροενδοσκοπικών των μικροενδοσκοπικών
    αιτιατική τους μικροενδοσκοπικούς τις μικροενδοσκοπικές τα μικροενδοσκοπικά
     κλητική μικροενδοσκοπικοί μικροενδοσκοπικές μικροενδοσκοπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικροενδοσκοπικός < μικρο- + ενδοσκοπικός

  Επίθετο επεξεργασία

μικροενδοσκοπικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία