μικροενδοσκοπικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μικροενδοσκοπικός < μικρο- + ενδοσκοπικός
Επίθετο επεξεργασία
μικροενδοσκοπικός
- που αφορά πολύ μικρά συστήματα ενδοσκόπησης
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικροενδοσκοπικός
|
μικροενδοσκοπικός
|