Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μικροδορυφόρος οι μικροδορυφόροι
      γενική του μικροδορυφόρου των μικροδορυφόρων
    αιτιατική τον μικροδορυφόρο τους μικροδορυφόρους
     κλητική μικροδορυφόρε μικροδορυφόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικροδορυφόρος < μικρο- + δορυφόρος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική microsatellite)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μικροδορυφόρος αρσενικό

  1. δορυφόρος πολύ μικρών διαστάσεων
  2. τεχνητός δορυφόρος μάζας μεταξύ 10 και 100 κιλών
  3. (βιολογία, γενετική) σύστημα επαναλαμβανόμενων μοτίβων DNA

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία