μικροδίκτυο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μικροδίκτυο | τα | μικροδίκτυα |
γενική | του | μικροδίκτυου & μικροδικτύου |
των | μικροδίκτυων & μικροδικτύων |
αιτιατική | το | μικροδίκτυο | τα | μικροδίκτυα |
κλητική | μικροδίκτυο | μικροδίκτυα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μικροδίκτυο < μικρο- + δίκτυο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική microgrid)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μικροδίκτυο ουδέτερο
- (νεολογισμός) μικρό δίκτυο παραγωγής και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Microgrid στην αγγλική Βικιπαίδεια