Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η μικροβιομήχανος οι μικροβιομήχανοι
      γενική του/της
του
μικροβιομηχάνου
μικροβιομήχανου
των μικροβιομηχάνων
μικροβιομήχανων
    αιτιατική τον/τη μικροβιομήχανο τους/τις
τους
μικροβιομηχάνους
μικροβιομήχανους
     κλητική μικροβιομήχανε μικροβιομήχανοι
Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικροβιομήχανος < μικρο- + βιομήχανος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μικροβιομήχανος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία