μικροβιομηχανία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μικροβιομηχανία < μικρο- + βιομηχανία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμικροβιομηχανία θηλυκό
- η βιομηχανία ενός μικροβιομήχανου με εγκαταστάσεις ιδιαίτερα μικρής έκτασης
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μικροβιομηχανία