Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μηχανόσημο τα μηχανόσημα
      γενική του μηχανόσημου
μηχανοσήμου
των μηχανόσημων
μηχανοσήμων
    αιτιατική το μηχανόσημο τα μηχανόσημα
     κλητική μηχανόσημο μηχανόσημα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μηχανόσημο < μηχανή + -ο- + σήμα + -ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μηχανόσημο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία