Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μηχανοπέδη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
μηχανοπέδ
η
οι
μηχανοπέδ
ες
γενική
της
μηχανοπέδ
ης
των
μηχανοπεδ
ών
αιτιατική
τη
μηχανοπέδ
η
τις
μηχανοπέδ
ες
κλητική
μηχανοπέδ
η
μηχανοπέδ
ες
Κατηγορία
όπως «
νίκη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μηχανοπέδη
<
μηχανή
+
-ο-
+
πέδη
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μηχανοπέδη
θηλυκό
σύστημα
φρεναρίσματος
σε
σιδηροδρομικά
κ.ά.
οχήματα
Δείτε επίσης
επεξεργασία
φρένο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μηχανοπέδη