Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η μηχανογράφος οι μηχανογράφοι
      γενική του/της μηχανογράφου των μηχανογράφων
    αιτιατική τον/τη μηχανογράφο τους/τις μηχανογράφους
     κλητική μηχανογράφε μηχανογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μηχανογράφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική mécanographe. [1] Μορφολογικά αναλύεται σε μηχανο- + -γράφος. Δείτε και το μεσαιωνικό μηχανογράφος.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mi.xa.noˈɣɾa.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μη‐χα‐νο‐γρά‐φος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μηχανογράφος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. μηχανογράφοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μηχανογράφος < μηχανο- + -γράφος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μηχανογράφος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις μηχανή και γράφω

  Πηγές επεξεργασία