μηχανογραφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μηχανογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική mécanographie < αρχαία ελληνική μηχανή + γράφω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμηχανογραφία θηλυκό
- η χρήση μηχανών γραφείου σε γραφείο καθώς και η σχετική επιμελητεία για την προμήθεια του σχετικού εξοπλισμού
- άλλη μορφή του μηχανογράφηση
Συγγενικά
επεξεργασία- μηχανογράφος
- μηχανογραφικός
- → δείτε τις λέξεις μηχανή και γράφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία μηχανογραφία
|