Δείτε επίσης: μηχανορραφία, μηχανογράφηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μηχανογραφία οι μηχανογραφίες
      γενική της μηχανογραφίας των μηχανογραφιών
    αιτιατική τη μηχανογραφία τις μηχανογραφίες
     κλητική μηχανογραφία μηχανογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μηχανογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική mécanographie < αρχαία ελληνική μηχανή + γράφω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μηχανογραφία θηλυκό

  1. η χρήση μηχανών γραφείου σε γραφείο καθώς και η σχετική επιμελητεία για την προμήθεια του σχετικού εξοπλισμού
  2. άλλη μορφή του μηχανογράφηση

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία