μηχανογραφώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μηχανογραφώ < μηχανο(γράφηση) + -γραφώ (αναδρομικός σχηματισμός)[1] Μορφολογικά, αναλύεται σε (μηχανή) μηχανο- + -γραφώ (γράφω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mi.xa.noˈɣɾa.fo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μη‐χα‐νο‐γρα‐φώ
Ρήμα
επεξεργασίαμηχανογραφώ, αόρ.: μηχανογράφησα, παθ.φωνή: μηχανογραφούμαι, π.αόρ.: μηχανογραφήθηκα, μτχ.π.π.: μηχανογραφημένος
- καταγράφω στοιχεία σε μηχάνημα, όπως ένας υπολογιστής
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις μηχανή και γράφω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μηχανογραφώ | μηχανογραφούσα | θα μηχανογραφώ | να μηχανογραφώ | μηχανογραφώντας | |
β' ενικ. | μηχανογραφείς | μηχανογραφούσες | θα μηχανογραφείς | να μηχανογραφείς | ||
γ' ενικ. | μηχανογραφεί | μηχανογραφούσε | θα μηχανογραφεί | να μηχανογραφεί | ||
α' πληθ. | μηχανογραφούμε | μηχανογραφούσαμε | θα μηχανογραφούμε | να μηχανογραφούμε | ||
β' πληθ. | μηχανογραφείτε | μηχανογραφούσατε | θα μηχανογραφείτε | να μηχανογραφείτε | μηχανογραφείτε | |
γ' πληθ. | μηχανογραφούν(ε) | μηχανογραφούσαν(ε) | θα μηχανογραφούν(ε) | να μηχανογραφούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μηχανογράφησα | θα μηχανογραφήσω | να μηχανογραφήσω | μηχανογραφήσει | ||
β' ενικ. | μηχανογράφησες | θα μηχανογραφήσεις | να μηχανογραφήσεις | μηχανογράφησε | ||
γ' ενικ. | μηχανογράφησε | θα μηχανογραφήσει | να μηχανογραφήσει | |||
α' πληθ. | μηχανογραφήσαμε | θα μηχανογραφήσουμε | να μηχανογραφήσουμε | |||
β' πληθ. | μηχανογραφήσατε | θα μηχανογραφήσετε | να μηχανογραφήσετε | μηχανογραφήστε | ||
γ' πληθ. | μηχανογράφησαν μηχανογραφήσαν(ε) |
θα μηχανογραφήσουν(ε) | να μηχανογραφήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μηχανογραφήσει | είχα μηχανογραφήσει | θα έχω μηχανογραφήσει | να έχω μηχανογραφήσει | ||
β' ενικ. | έχεις μηχανογραφήσει | είχες μηχανογραφήσει | θα έχεις μηχανογραφήσει | να έχεις μηχανογραφήσει | έχε μηχανογραφημένο | |
γ' ενικ. | έχει μηχανογραφήσει | είχε μηχανογραφήσει | θα έχει μηχανογραφήσει | να έχει μηχανογραφήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μηχανογραφήσει | είχαμε μηχανογραφήσει | θα έχουμε μηχανογραφήσει | να έχουμε μηχανογραφήσει | ||
β' πληθ. | έχετε μηχανογραφήσει | είχατε μηχανογραφήσει | θα έχετε μηχανογραφήσει | να έχετε μηχανογραφήσει | έχετε μηχανογραφημένο | |
γ' πληθ. | έχουν μηχανογραφήσει | είχαν μηχανογραφήσει | θα έχουν μηχανογραφήσει | να έχουν μηχανογραφήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) μηχανογραφημένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) μηχανογραφημένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) μηχανογραφημένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) μηχανογραφημένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μηχανογραφούμαι | μηχανογραφούμουν | θα μηχανογραφούμαι | να μηχανογραφούμαι | ||
β' ενικ. | μηχανογραφείσαι | μηχανογραφούσουν | θα μηχανογραφείσαι | να μηχανογραφείσαι | ||
γ' ενικ. | μηχανογραφείται | μηχανογραφούνταν | θα μηχανογραφείται | να μηχανογραφείται | ||
α' πληθ. | μηχανογραφούμαστε | μηχανογραφούμασταν μηχανογραφούμαστε |
θα μηχανογραφούμαστε | να μηχανογραφούμαστε | ||
β' πληθ. | μηχανογραφείστε | μηχανογραφούσασταν μηχανογραφούσαστε |
θα μηχανογραφείστε | να μηχανογραφείστε | μηχανογραφείστε | |
γ' πληθ. | μηχανογραφούνται | μηχανογραφούνταν | θα μηχανογραφούνται | να μηχανογραφούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μηχανογραφήθηκα | θα μηχανογραφηθώ | να μηχανογραφηθώ | μηχανογραφηθεί | ||
β' ενικ. | μηχανογραφήθηκες | θα μηχανογραφηθείς | να μηχανογραφηθείς | μηχανογραφήσου | ||
γ' ενικ. | μηχανογραφήθηκε | θα μηχανογραφηθεί | να μηχανογραφηθεί | |||
α' πληθ. | μηχανογραφηθήκαμε | θα μηχανογραφηθούμε | να μηχανογραφηθούμε | |||
β' πληθ. | μηχανογραφηθήκατε | θα μηχανογραφηθείτε | να μηχανογραφηθείτε | μηχανογραφηθείτε | ||
γ' πληθ. | μηχανογραφήθηκαν μηχανογραφηθήκαν(ε) |
θα μηχανογραφηθούν(ε) | να μηχανογραφηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μηχανογραφηθεί | είχα μηχανογραφηθεί | θα έχω μηχανογραφηθεί | να έχω μηχανογραφηθεί | μηχανογραφημένος | |
β' ενικ. | έχεις μηχανογραφηθεί | είχες μηχανογραφηθεί | θα έχεις μηχανογραφηθεί | να έχεις μηχανογραφηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει μηχανογραφηθεί | είχε μηχανογραφηθεί | θα έχει μηχανογραφηθεί | να έχει μηχανογραφηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μηχανογραφηθεί | είχαμε μηχανογραφηθεί | θα έχουμε μηχανογραφηθεί | να έχουμε μηχανογραφηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε μηχανογραφηθεί | είχατε μηχανογραφηθεί | θα έχετε μηχανογραφηθεί | να έχετε μηχανογραφηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μηχανογραφηθεί | είχαν μηχανογραφηθεί | θα έχουν μηχανογραφηθεί | να έχουν μηχανογραφηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι μηχανογραφημένος - είμαστε, είστε, είναι μηχανογραφημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν μηχανογραφημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν μηχανογραφημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι μηχανογραφημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι μηχανογραφημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι μηχανογραφημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι μηχανογραφημένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία μηχανογραφώ
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μηχανογραφώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας