↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μητρίτιδα οι μητρίτιδες
      γενική της μητρίτιδας των μητρίτιδων
    αιτιατική τη μητρίτιδα τις μητρίτιδες
     κλητική μητρίτιδα μητρίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μητρίτιδα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα μητρῖτις από την αιτιατική σε -ίτιδα < αρχαία ελληνική μήτρα: λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική métrite [1][2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /miˈtɾi.ti.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μη‐τρί‐τι‐δα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μητρίτιδα θηλυκό

  1. (ιατρική) φλεγμονή της μήτρας
    ⮡  Η μητρίτιδα, μια επικίνδυνη κατάσταση που συνήθως συμβαίνει μετά από τοκετό, αποτελεί σημαντικό αίτιο μητρικής θνησιμότητας.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. μητρίτιδαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)