καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μητρῖτις αἱ μητρίτιδες
      γενική τῆς μητρίτιδος τῶν μητριτίδων
      δοτική τῇ μητρίτιδι ταῖς μητρίτισι(ν)
    αιτιατική τὴν μητρῖτιν τὰς μητρίτιδας
     κλητική ! μητρῖτι μητρίτιδες
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μητρῖτις (μαρτυρείται από το 1861)[1] → και δείτε τη λέξη μητρίτιδα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μητρῖτις, -ιδος θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 653, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου