↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μηροβουβωνικός η μηροβουβωνική το μηροβουβωνικό
      γενική του μηροβουβωνικού της μηροβουβωνικής του μηροβουβωνικού
    αιτιατική τον μηροβουβωνικό τη μηροβουβωνική το μηροβουβωνικό
     κλητική μηροβουβωνικέ μηροβουβωνική μηροβουβωνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μηροβουβωνικοί οι μηροβουβωνικές τα μηροβουβωνικά
      γενική των μηροβουβωνικών των μηροβουβωνικών των μηροβουβωνικών
    αιτιατική τους μηροβουβωνικούς τις μηροβουβωνικές τα μηροβουβωνικά
     κλητική μηροβουβωνικοί μηροβουβωνικές μηροβουβωνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μηροβουβωνικός < μηρός + -ο- + βουβώνας + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

μηροβουβωνικός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία