μηκίστας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | μηκίστας | οι | μηκίστες |
γενική | του/της | μηκίστα | των | μηκιστών |
αιτιατική | τον/τη | μηκίστα | τους/τις | μηκίστες |
κλητική | μηκίστα | μηκίστες | ||
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας». | ||||
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /miˈci.stas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μη‐κί‐στας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμηκίστας αρσενικό (θηλυκό μηκίστρια)
- (νεολογισμός, αθλητισμός, σπάνιο) ο αθλητής του άλματος εις μήκος
- ※ Φαίνεται ότι η φετινή συγκομιδή των μεταλλίων στο Παρίσι θα είναι πολύ καλή για την Ελλάδα. Είναι σημαντικό μία χώρα των 10 εκατομμυρίων κατοίκων να έχει βγάλει τον καλύτερο μηκίστα της εποχής του, έναν από τους δύο—τρεις καλύτερους μπασκετμπολίστες του πλανήτη, κάποιον που παίρνει μετάλλια την εποχή του Ντουπλάντις. (www.reader.gr, 07.08.2024)
- ※ Οχτώ χρόνια αργότερα, στην αφετηρία των Ολυμπιακών Αγώνων του Τόκιο, ο Μιλτιάδης Τεντόγλου είναι ο καλύτερος «μηκίστας» στον κόσμο. Παρόλο που χειρουργήθηκε στο γόνατο μες στον χειμώνα, πήδηξε για πλάκα 8,60 μ. τον περασμένο Μάιο στην Καλλιθέα. (www.documentonews.gr, 08.07.2024)
Μεταφράσεις
επεξεργασία μηκίστας
|