μηκίστρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /miˈci.stri.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μη‐κί‐στρι‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμηκίστρια θηλυκό (αρσενικό μηκίστας)
- (νεολογισμός, αθλητισμός, σπάνιο) η αθλήτρια του άλματος εις μήκος
- ※ Μπρίτνεϊ Ριζ, η κορυφαία μηκίστρια όλων των εποχών; Μάλλον ναι. (www.gazzetta.gr, 05.05.2023)
Μεταφράσεις
επεξεργασία μηκίστρια
|