↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταπουλημένος η μεταπουλημένη το μεταπουλημένο
      γενική του μεταπουλημένου της μεταπουλημένης του μεταπουλημένου
    αιτιατική τον μεταπουλημένο τη μεταπουλημένη το μεταπουλημένο
     κλητική μεταπουλημένε μεταπουλημένη μεταπουλημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταπουλημένοι οι μεταπουλημένες τα μεταπουλημένα
      γενική των μεταπουλημένων των μεταπουλημένων των μεταπουλημένων
    αιτιατική τους μεταπουλημένους τις μεταπουλημένες τα μεταπουλημένα
     κλητική μεταπουλημένοι μεταπουλημένες μεταπουλημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

μεταπουλημένος, -η, -ο

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • μεταπουλημένος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία