μεταπουλημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαμεταπουλημένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μεταπουλώ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μεταπουλημένος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεταπουλημένος
|