μεταπουλώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταπουλώ < μεταπωλώ
Ρήμα
επεξεργασίαμεταπουλώ (παθητική φωνή: μεταπουλιέμαι)
- άλλη μορφή του μεταπωλώ
Συγγενικά
επεξεργασία- αμεταπούλητος
- μεταπούλημα
- μεταπουλημένος
- μεταπουλητής
- → δείτε τις λέξεις μεταπωλώ, μετά και πωλώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μεταπουλάω - μεταπουλώ | μεταπουλούσα | θα μεταπουλάω - μεταπουλώ | να μεταπουλάω - μεταπουλώ | μεταπουλώντας | |
β' ενικ. | μεταπουλάς | μεταπουλούσες | θα μεταπουλάς | να μεταπουλάς | μεταπούλα - μεταπούλαγε | |
γ' ενικ. | μεταπουλάει - μεταπουλά | μεταπουλούσε | θα μεταπουλάει - μεταπουλά | να μεταπουλάει - μεταπουλά | ||
α' πληθ. | μεταπουλάμε - μεταπουλούμε | μεταπουλούσαμε | θα μεταπουλάμε - μεταπουλούμε | να μεταπουλάμε - μεταπουλούμε | ||
β' πληθ. | μεταπουλάτε | μεταπουλούσατε | θα μεταπουλάτε | να μεταπουλάτε | μεταπουλάτε | |
γ' πληθ. | μεταπουλάν(ε) - μεταπουλούν(ε) | μεταπουλούσαν(ε) | θα μεταπουλάν(ε) - μεταπουλούν(ε) | να μεταπουλάν(ε) - μεταπουλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μεταπούλησα | θα μεταπουλήσω | να μεταπουλήσω | μεταπουλήσει | ||
β' ενικ. | μεταπούλησες | θα μεταπουλήσεις | να μεταπουλήσεις | μεταπούλα - μεταπούλησε | ||
γ' ενικ. | μεταπούλησε | θα μεταπουλήσει | να μεταπουλήσει | |||
α' πληθ. | μεταπουλήσαμε | θα μεταπουλήσουμε | να μεταπουλήσουμε | |||
β' πληθ. | μεταπουλήσατε | θα μεταπουλήσετε | να μεταπουλήσετε | μεταπουλήστε | ||
γ' πληθ. | μεταπούλησαν μεταπουλήσαν(ε) |
θα μεταπουλήσουν(ε) | να μεταπουλήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μεταπουλήσει | είχα μεταπουλήσει | θα έχω μεταπουλήσει | να έχω μεταπουλήσει | ||
β' ενικ. | έχεις μεταπουλήσει | είχες μεταπουλήσει | θα έχεις μεταπουλήσει | να έχεις μεταπουλήσει | ||
γ' ενικ. | έχει μεταπουλήσει | είχε μεταπουλήσει | θα έχει μεταπουλήσει | να έχει μεταπουλήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μεταπουλήσει | είχαμε μεταπουλήσει | θα έχουμε μεταπουλήσει | να έχουμε μεταπουλήσει | ||
β' πληθ. | έχετε μεταπουλήσει | είχατε μεταπουλήσει | θα έχετε μεταπουλήσει | να έχετε μεταπουλήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μεταπουλήσει | είχαν μεταπουλήσει | θα έχουν μεταπουλήσει | να έχουν μεταπουλήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεταπουλώ
|