↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταπεισμένος η μεταπεισμένη το μεταπεισμένο
      γενική του μεταπεισμένου της μεταπεισμένης του μεταπεισμένου
    αιτιατική τον μεταπεισμένο τη μεταπεισμένη το μεταπεισμένο
     κλητική μεταπεισμένε μεταπεισμένη μεταπεισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταπεισμένοι οι μεταπεισμένες τα μεταπεισμένα
      γενική των μεταπεισμένων των μεταπεισμένων των μεταπεισμένων
    αιτιατική τους μεταπεισμένους τις μεταπεισμένες τα μεταπεισμένα
     κλητική μεταπεισμένοι μεταπεισμένες μεταπεισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεταπεισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μεταπείθω

μεταπεισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία